Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

καὶ ἀναιδῶς

См. также в других словарях:

  • λωποδυτώ — (Α λωποδυτῶ, έω) [λωποδύτης] διαπράττω λωποδυσία, κλέβω με πανουργία, διαρπάζω με επιτηδειότητα αρχ. 1. κλέβω, ληστεύω, διαρπάζω 2. κλέβω κρυφά τα ενδύματα τών λουομένων στα λουτρά ή αφαιρώ βίαια τους επενδύτες τών διαβατών («ἠδίκουν γὰρ ἂν τὰ… …   Dictionary of Greek

  • υπερπηδώ — ὑπερπηδῶ, άω, ΝΜΑ [πηδῶ] 1. πηδώ πάνω από κάτι, ξεπερνώ με πήδημα (α. «υπερπήδησε την τάφρο με ευκολία» β. «εἴθ ὑπερεπήδων τοὺς δρυφάκτους πανταχῇ», Αριστοφ.) 2. μτφ. α) εξουδετερώνω, υπερνικώ (α. «υπερπήδησε πολλά εμπόδια» β. «θεοῡ... πληγὴν οὐχ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»